- ἐπίταξις
- ἐπίταξιςinjunctionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιτάξει — ἐπίταξις injunction fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιτάξεϊ , ἐπίταξις injunction fem dat sg (epic) ἐπίταξις injunction fem dat sg (attic ionic) ἐπιτάσσω put upon aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιτάσσω put upon fut ind mid 2nd sg ἐπιτάσσω put… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάξεις — ἐπίταξις injunction fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίταξις injunction fem nom/acc pl (attic) ἐπιτάσσω put upon aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιτάσσω put upon fut ind act 2nd sg ἐπιτάσσω put upon aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιτάσσω put upon fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάξεσι — ἐπίταξις injunction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάξεσιν — ἐπίταξις injunction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάξηι — ἐπίταξις injunction fem dat sg (epic) ἐπιτάξῃ , ἐπιτάσσω put upon aor subj mid 2nd sg ἐπιτάξῃ , ἐπιτάσσω put upon aor subj act 3rd sg ἐπιτάξῃ , ἐπιτάσσω put upon fut ind mid 2nd sg ἐπιτάξῃ , ἐπιτάσσω put upon aor subj mid 2nd sg ἐπιτάξῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάξιες — ἐπίταξις injunction fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίταξιν — ἐπίταξις injunction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίταξη — Είδος αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κινητών πραγμάτων. Υπάρχουν πολλές νομικές μορφές ε., ανάλογα με τις ανάγκες που την επιβάλλουν. Για παράδειγμα, η αναγκαστική πώληση στην περίπτωση της ε. τροφίμων, η αναγκαστική μίσθωση στην περίπτωση ε.… … Dictionary of Greek
επιτάσσω — (Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) [τάσσω] τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῡ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω 2. εκτελώ επίταξη* αρχ. 1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως… … Dictionary of Greek
ἐπιτάξεων — ἐπιτάξεω̆ν , ἐπίταξις injunction fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)